απύθμενος

απύθμενος
[апитмэнос] εκ. бездонный.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απύθμενος" в других словарях:

  • ἀπύθμενος — without bottom masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απύθμενος — η, ο (AM ἀπύθμενος, ον) ο χωρίς πυθμένα νεοελλ. 1. ο υπερβολικά βαθύς («απύθμενος ωκεανός») 2. φρ. «απύθμενη βλακεία» ειρων. απέραντη, πρωτοφανής βλακεία …   Dictionary of Greek

  • απύθμενος — η, ο αυτός που έχει πολύ μεγάλο βάθος, άπατος: Ο απέραντος ωκεανός τούς είχε δεχτεί στα απύθμενα βάθη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπύθμενον — ἀπύθμενος without bottom masc/fem acc sg ἀπύθμενος without bottom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκολος — (I) ἄκολος, η (Α) πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία τού σχηματισμού της επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση τής λ. με το ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • αβυσσαλέος — α, ο [άβυσσος, η] 1. απύθμενος, χαώδης 2. κρημνώδης, βαραθρώδης 3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος …   Dictionary of Greek

  • απυθμένιστος — ἀπυθμένιστος, ον (Μ) απύθμενος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»